- κατακρανία
- η (Μ κατακρανία)εγκεφαλική πάθηση τών ζώων, ιδίως τών ιπποειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετερο-κρανία, ημι-κρανία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακρανίας — κατακρανίᾱς , κατακρανία an affection of the head fem acc pl κατακρανίᾱς , κατακρανία an affection of the head fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)